Κάποτε, το ξενύχτι ήταν το highlight της εβδομάδας. Έβγαινες Παρασκευή βράδυ, γύριζες Σάββατο ξημερώματα και ξυπνούσες γεμάτος ενέργεια για brunch με φίλους. Μετά τα 25, όμως, τα πράγματα αλλάζουν δραματικά. Το ξενύχτι δεν είναι πια αυτό που ήταν, κι εσύ το πληρώνεις… κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Το πρώτο σοκ έρχεται όταν παρατηρείς πως χρειάζεσαι τουλάχιστον μια ώρα προετοιμασίας για να βγεις, αλλά όχι για να ντυθείς – για να πείσεις τον εαυτό σου να αφήσει τον καναπέ. Σκέφτεσαι τις καρέκλες στα μπαρ, τον θόρυβο, την αναμονή στο ταξί, και ο εσωτερικός σου διάλογος καταλήγει σε μια ερώτηση: αξίζει;
Όταν τελικά αποφασίσεις να βγεις, το πρόγραμμα είναι πιο οργανωμένο και από εκλογές. «Θα πάμε μόνο για ένα ποτό», λες, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι το ένα ποτό ίσως γίνει δύο, αλλά τίποτα περισσότερο, γιατί η επόμενη μέρα δεν συγχωρεί.
Στην έξοδο, οι αλλαγές είναι εμφανείς. Αντί για την πίστα, ψάχνεις μια γωνιά με καλή ακουστική για να συζητήσεις. Η παρέα χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα: αυτούς που χορεύουν σαν να είναι ακόμα 20 και αυτούς που κάθονται και σχολιάζουν πώς «παλιά τα μπαρ είχαν πιο καλή μουσική».
Όταν επιστρέψεις σπίτι, συνειδητοποιείς την αλήθεια. Το ξενύχτι μετά τα 25 δεν είναι πλέον διασκέδαση, αλλά δοκιμασία. Ο ύπνος που κάποτε σε αναζωογονούσε σε λίγες ώρες, τώρα δεν φτάνει ούτε σε μια ολόκληρη μέρα. Το hangover δεν περιορίζεται σε πονοκέφαλο, αλλά γίνεται υπαρξιακή κρίση.
Και φυσικά, την επόμενη μέρα, κάνεις την καθιερωμένη δήλωση: «Δεν θα ξενυχτήσω ποτέ ξανά». Μια υπόσχεση που, όπως πάντα, κρατάει μέχρι την επόμενη πρόσκληση για έξοδο.